Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Μια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα...


Χατζηαλεξάνδρου ΠάτροκλοςΜια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα... (Παραμύθι Με Εικόνες)



    Μια χειμωνιάτικη μέρα χάραξε. Μια όμορφη, μικρή, σκανταλιάρα Ηλιαχτίδα...

     ...ξυπνώντας, το πρωΐ, θέλησε να γνωρίσει το κόσμο. Έτσι, σηκώθηκε πίσω από τα βουνά, έπαιξε λιγάκι μαζί τους, μα 'κείνα σοβαρά-σοβαρά, την αποπήρανε.
-"Δεν έχεις τίποτε άλλο να κάμεις μικρή κι άταχτη Ηλιαχτίδα"; της είπαν αυστηρά! "Δε βλέπεις που 'χουμε πολλή δουλειάΝα πας αλλού να παίξεις", τηνε διώξανε μοχθηρά.

     Εκείνη, αποκαρδιώμενη, μα δίχως να χάσει καιρό, κατέβηκε χαμηλότερα και βάλθηκε να παίζει κρυφτό μεσ' στα κλαριά των δέντρων...

      ...και στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Τα κλαριά την υποδεχτήκανε μ' ενθουσιασμό και πεινασμένα για το φως της. Αρχίσαν να κουνιώνται ελαφρά, με το αεράκι, σα να της εκλείνανε το μάτι. Η θάλασσα, την υποδέχτηκε ριγώντας:
-"Καλώς τη μικρούλα Ηλιαχτίδα... Τι έξοχο ξύπνημα αλήθεια! Έλα μικρή μου, να ζεστάνεις λιγάκι τα νερά μου. Καιρό είχαμε να δούμε Ήλιου φως, μεσ' στο γερο-Χειμώνα"! της είπε χαμογελαστή και κούνησε τα κύματά της, χαιρετώντας τη.
     Παίξανε για κάμποσο, μα η μικρή μας, ήθελε να γνωρίσει κι άλλα μέρη και πέταξε, μακρύτερα. Καθώς έφευγε, η θάλασσα τη παρακάλεσε να ξανάρθει κι εκείνη, το υποσχέθηκε γελαστά και ζεστά.

     Τριγυρνώντας, είδε μια γάτα, που παραφυλούσεν, ένα μικρό πουλάκι. Πήγε και τις ανακάτεψε τα μουστάκια, της γαργάλησε τ' αφτιά και της χάλασε το κυνήγι. Εκείνη, εκνευρισμένη, τίναξε τα νύχια της, μα η Ηλιαχτίδα μας ήτανε πολύ γοργή και της ξέφυγε...

     ...και βρήκε, ένα πολύ όμορφο μέρος, κάτω από 'να μεγάλο δέντρο, για να κυλιστεί. Το δέντρο, τη δέχτηκε σιωπηλά μα κούνησε, τα κλαδιά του, αποδοκιμάζοντας τα παιδιακίστικα της καμώματα. Εκείνη τότε του χαμογέλασε κι η θέρμη της, έφτασε μέχρι τις ρίζες που 'χανε παγώσει από το κρύο! Της χαμογέλασε κι εκείνο και τη προέτρεψε να προσέξει, γιατί μερικοί άνθρωποι είναι κακοί.
-"Και τι μπορούνε τάχα να μου κάνουνε"; το ρώτησε περήφανα!
-"Μπορούνε να σε βάλουν φυλακή" της είπεν αυστηρά, μα σταμάτησεν απότομα...

     Η μικρούλα, βρήκε μυστικό δρομάκι, κάπου σ' ένα μαγικό, κρυφό χωριό και το περπάτησε, χαιδεύοντας τα πάντα γύρω. Τα ζουζούνια αρχίσανε να τραγουδάνε. Γέμισε με φως κι ήχους τούτη η μακρινή γωνιά. Ευχαριστήσανε το μικρό φως με τη καρδιά τους και της συστήσανε να μείνει μακριά από τη Μεγάλη Πόλη! Η Ηλιαχτίδα μας, άλλη μια φορά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να ταξιδεύει γρήγορα...

     ...και να που βρέθηκε στη Μεγάλη Πόλη, που της είχανε πει ν' αποφύγει. Σκαρφάλωσε στο βουναλάκι για να κοιτάξει κάτω και να διαπιστώσει, αν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Δεν είδε τίποτε το περίεργο. Τότε πέρα, είδε πάλι τη θάλασσα και σκέφτηκε να πάει να τη ρωτήσει...

     ...και νάτη να χρυσίζει την επιφάνεια της φίλης της. Ξεχάστηκεν όμως παίζοντας, χωρίς να ρωτήσει και χωρίς να προσέξει. Αυτό ήτανε μοιραίο, γιατί κάποιο ειδικό δίχτυ, για σκανταλιάρες ηλιαχτίδες, την έπιασε στα βρόχια του.

     Η μικρή μας φίλη, βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με τη κατηγορία της ενοχλητικής κι άκαιρης παρουσίας της πάνω στη γη, χειμώνα-καιρό. Πολλοί είπανε μετά, πως ο ίδιος ο γερό-Χειμώνας, είχε βάλει να τη πιάσουνε, μα δεν εξακριβώθηκε κάτι τέτοιο μ' ατράνταχτες αποδείξεις.
     Μέσα στο κελί της, άρχισε να μαραζώνει, μέχρι που άκουσε μια ψιλή φωνή να της λέει:
-"Εϊ ψιτ, μικρή Ηλιαχτίδα... Εδώ, εδώ κοίτα στο νεροχύτη. Μπορείς να χωθείς μέσα και να σε πάω στη μητέρα μου";
-"Ποιός τι και πού είσαι; Βγές να σε δω" είπε τρομαγμένη και παραξενεμένη, η κρατούμενη.
-"Δε μπορώ να βγω, είμαι το νερό που κυλά, μέσα από την αποχέτευση. Μ' έστειλε η Μητέρα μου η Θάλασσα, να σε βοηθήσω να βγεις και να σ' οδηγήσω, κοντά της, ωστε να λευτερωθείς" είπε πάλι η φωνούλα.
-"Μήτε κι εγώ, μπορώ να ζήσω χωρίς τον Πατέρα μου, τον Ήλιο, για πολύ ώρα! 'Αρα δε μπορώ να περάσω από κει που λες, γιατί θα σβήσω για πάντα. Αν πάλι μείνω εδώ μέσα, όταν ο Πατέρας μου δύσει, πάλι θα χαθώ", είπεν όλο στεναχώρια...
-"Τότε δεν έχεις να χάσεις τίποτε. Ξέρω καλά τον πιο σύντομο δρόμο, κλείσε τα μάτια, κράτησε την αναπνοή και το φως σου για λιγάκι κι εγώ θα σε βγάλω από 'δω μέσα. Έχε μου εμπιστοσύνη κι η Μητέρα μου θα με σκοτώσει, αν δε σε πάω κοντά της..."

     Έτσι κι έγινε! Κράτησε την αναπνοή της όσο βάσταξε, κράτησε και το φως της κι ότι είχεν αρχίσει να σβήνει ...βγήκε στην επιφάνεια, απ' άλλο σημείο. Τι χαρά που 'καμεν αλήθεια! Η θάλασσα, έμεινεν ακίνητη για να την υποδεχτεί. Η σκανταλιάρα, τρομαγμένη πια, Ηλιαχτίδα, ευχαρίστησε το νεράκι και τη Μητέρα του και μόλις συνήλθε κάπως, βάλθηκε να παίζει με τη φιλενάδα της, με νέο κέφι...

     Έπαιξε με τις βαρκούλες που 'τανε πιο πέρα, κρυβότανε πίσω από το κάθε τι κι αγνόησε τις πρώτες προτροπές του Πατέρα της, που τη καλούσε κοντά του -αγνοώντας τι είχε συμβεί-, γιατί ήταν ώρα για ξεκούραση κι ύπνο.

     Η θάλασσα, άρχιζε να ριγά, από το κρύο, που 'ρχότανε με τη νύχτα κι η άτακτη κάθισε πάνω στα κυματάκια να κολυμπήσει... Ο Πατέρας της, τη ξαναφώναξε, αυστηρά...

     Εκείνη που ν' ακούσει... Έβλεπε πως είχε περιθώριο κι ήθελε να το εξαντλήσει ολάκερο. Η θάλασσα άρχισε να της θυμώνει κι η ταραχή της φάνηκε...

     Ο Πατέρας της, τη φώναξε δυνατά:
-"Έλα λοιπόν μικρή σκανταλιάρα. Δε μένει πολύς χρόνος ακόμα... έλα και θα σε μαλώσω..." και μαζί του ήρθε να προσθέσει κι η θάλασσα το μάλωμα:
-"'Αντε μικρή μου κι αύριο πάλι μέρα του Θεού είναι. Έρχεσαι ξανά να παίξουμε..." κι η μικρή είδε πια πως δεν είχεν άλλα περιθώρια κι έτρεξεν αμέσως κοντά στο Πατέρα της.

     Το ίδιο βράδυ, ανάψαμε τη σόμπα γιατί έκανε κρύο. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω της κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες... Μια ψιλή φωνούλα, μας διέκοψε και τρομάξαμε όλοι μας:
-"Εϊ ... τι όμορφα που 'ναι 'δω! Μα... καθόλου Φως..." Κοιτάξαμε παντού κι η φωνή ερχόταν από τη σόμπα. Ίσως κανένα ξεχασμένο κομματάκι της μικρής άτακτης Ηλιαχτίδας, είχε ξεμείνει πίσω κι έφεγγε μέσα από 'κει, περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει και να τρέξει στο Μπαμπά της...
     Εκείνη τη νύχτα του γερο-Χειμώνα, καληνυχτιστήκαμε ζεστά κι είδαμε όμορφα όνειρα, μέχρι το πρωΐ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Μια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα...


Χατζηαλεξάνδρου ΠάτροκλοςΜια 'Ατακτη Ηλιαχτίδα... (Παραμύθι Με Εικόνες)



    Μια χειμωνιάτικη μέρα χάραξε. Μια όμορφη, μικρή, σκανταλιάρα Ηλιαχτίδα...

     ...ξυπνώντας, το πρωΐ, θέλησε να γνωρίσει το κόσμο. Έτσι, σηκώθηκε πίσω από τα βουνά, έπαιξε λιγάκι μαζί τους, μα 'κείνα σοβαρά-σοβαρά, την αποπήρανε.
-"Δεν έχεις τίποτε άλλο να κάμεις μικρή κι άταχτη Ηλιαχτίδα"; της είπαν αυστηρά! "Δε βλέπεις που 'χουμε πολλή δουλειάΝα πας αλλού να παίξεις", τηνε διώξανε μοχθηρά.

     Εκείνη, αποκαρδιώμενη, μα δίχως να χάσει καιρό, κατέβηκε χαμηλότερα και βάλθηκε να παίζει κρυφτό μεσ' στα κλαριά των δέντρων...

      ...και στα καταγάλανα νερά της θάλασσας. Τα κλαριά την υποδεχτήκανε μ' ενθουσιασμό και πεινασμένα για το φως της. Αρχίσαν να κουνιώνται ελαφρά, με το αεράκι, σα να της εκλείνανε το μάτι. Η θάλασσα, την υποδέχτηκε ριγώντας:
-"Καλώς τη μικρούλα Ηλιαχτίδα... Τι έξοχο ξύπνημα αλήθεια! Έλα μικρή μου, να ζεστάνεις λιγάκι τα νερά μου. Καιρό είχαμε να δούμε Ήλιου φως, μεσ' στο γερο-Χειμώνα"! της είπε χαμογελαστή και κούνησε τα κύματά της, χαιρετώντας τη.
     Παίξανε για κάμποσο, μα η μικρή μας, ήθελε να γνωρίσει κι άλλα μέρη και πέταξε, μακρύτερα. Καθώς έφευγε, η θάλασσα τη παρακάλεσε να ξανάρθει κι εκείνη, το υποσχέθηκε γελαστά και ζεστά.

     Τριγυρνώντας, είδε μια γάτα, που παραφυλούσεν, ένα μικρό πουλάκι. Πήγε και τις ανακάτεψε τα μουστάκια, της γαργάλησε τ' αφτιά και της χάλασε το κυνήγι. Εκείνη, εκνευρισμένη, τίναξε τα νύχια της, μα η Ηλιαχτίδα μας ήτανε πολύ γοργή και της ξέφυγε...

     ...και βρήκε, ένα πολύ όμορφο μέρος, κάτω από 'να μεγάλο δέντρο, για να κυλιστεί. Το δέντρο, τη δέχτηκε σιωπηλά μα κούνησε, τα κλαδιά του, αποδοκιμάζοντας τα παιδιακίστικα της καμώματα. Εκείνη τότε του χαμογέλασε κι η θέρμη της, έφτασε μέχρι τις ρίζες που 'χανε παγώσει από το κρύο! Της χαμογέλασε κι εκείνο και τη προέτρεψε να προσέξει, γιατί μερικοί άνθρωποι είναι κακοί.
-"Και τι μπορούνε τάχα να μου κάνουνε"; το ρώτησε περήφανα!
-"Μπορούνε να σε βάλουν φυλακή" της είπεν αυστηρά, μα σταμάτησεν απότομα...

     Η μικρούλα, βρήκε μυστικό δρομάκι, κάπου σ' ένα μαγικό, κρυφό χωριό και το περπάτησε, χαιδεύοντας τα πάντα γύρω. Τα ζουζούνια αρχίσανε να τραγουδάνε. Γέμισε με φως κι ήχους τούτη η μακρινή γωνιά. Ευχαριστήσανε το μικρό φως με τη καρδιά τους και της συστήσανε να μείνει μακριά από τη Μεγάλη Πόλη! Η Ηλιαχτίδα μας, άλλη μια φορά δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να ταξιδεύει γρήγορα...

     ...και να που βρέθηκε στη Μεγάλη Πόλη, που της είχανε πει ν' αποφύγει. Σκαρφάλωσε στο βουναλάκι για να κοιτάξει κάτω και να διαπιστώσει, αν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Δεν είδε τίποτε το περίεργο. Τότε πέρα, είδε πάλι τη θάλασσα και σκέφτηκε να πάει να τη ρωτήσει...

     ...και νάτη να χρυσίζει την επιφάνεια της φίλης της. Ξεχάστηκεν όμως παίζοντας, χωρίς να ρωτήσει και χωρίς να προσέξει. Αυτό ήτανε μοιραίο, γιατί κάποιο ειδικό δίχτυ, για σκανταλιάρες ηλιαχτίδες, την έπιασε στα βρόχια του.

     Η μικρή μας φίλη, βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, με τη κατηγορία της ενοχλητικής κι άκαιρης παρουσίας της πάνω στη γη, χειμώνα-καιρό. Πολλοί είπανε μετά, πως ο ίδιος ο γερό-Χειμώνας, είχε βάλει να τη πιάσουνε, μα δεν εξακριβώθηκε κάτι τέτοιο μ' ατράνταχτες αποδείξεις.
     Μέσα στο κελί της, άρχισε να μαραζώνει, μέχρι που άκουσε μια ψιλή φωνή να της λέει:
-"Εϊ ψιτ, μικρή Ηλιαχτίδα... Εδώ, εδώ κοίτα στο νεροχύτη. Μπορείς να χωθείς μέσα και να σε πάω στη μητέρα μου";
-"Ποιός τι και πού είσαι; Βγές να σε δω" είπε τρομαγμένη και παραξενεμένη, η κρατούμενη.
-"Δε μπορώ να βγω, είμαι το νερό που κυλά, μέσα από την αποχέτευση. Μ' έστειλε η Μητέρα μου η Θάλασσα, να σε βοηθήσω να βγεις και να σ' οδηγήσω, κοντά της, ωστε να λευτερωθείς" είπε πάλι η φωνούλα.
-"Μήτε κι εγώ, μπορώ να ζήσω χωρίς τον Πατέρα μου, τον Ήλιο, για πολύ ώρα! 'Αρα δε μπορώ να περάσω από κει που λες, γιατί θα σβήσω για πάντα. Αν πάλι μείνω εδώ μέσα, όταν ο Πατέρας μου δύσει, πάλι θα χαθώ", είπεν όλο στεναχώρια...
-"Τότε δεν έχεις να χάσεις τίποτε. Ξέρω καλά τον πιο σύντομο δρόμο, κλείσε τα μάτια, κράτησε την αναπνοή και το φως σου για λιγάκι κι εγώ θα σε βγάλω από 'δω μέσα. Έχε μου εμπιστοσύνη κι η Μητέρα μου θα με σκοτώσει, αν δε σε πάω κοντά της..."

     Έτσι κι έγινε! Κράτησε την αναπνοή της όσο βάσταξε, κράτησε και το φως της κι ότι είχεν αρχίσει να σβήνει ...βγήκε στην επιφάνεια, απ' άλλο σημείο. Τι χαρά που 'καμεν αλήθεια! Η θάλασσα, έμεινεν ακίνητη για να την υποδεχτεί. Η σκανταλιάρα, τρομαγμένη πια, Ηλιαχτίδα, ευχαρίστησε το νεράκι και τη Μητέρα του και μόλις συνήλθε κάπως, βάλθηκε να παίζει με τη φιλενάδα της, με νέο κέφι...

     Έπαιξε με τις βαρκούλες που 'τανε πιο πέρα, κρυβότανε πίσω από το κάθε τι κι αγνόησε τις πρώτες προτροπές του Πατέρα της, που τη καλούσε κοντά του -αγνοώντας τι είχε συμβεί-, γιατί ήταν ώρα για ξεκούραση κι ύπνο.

     Η θάλασσα, άρχιζε να ριγά, από το κρύο, που 'ρχότανε με τη νύχτα κι η άτακτη κάθισε πάνω στα κυματάκια να κολυμπήσει... Ο Πατέρας της, τη ξαναφώναξε, αυστηρά...

     Εκείνη που ν' ακούσει... Έβλεπε πως είχε περιθώριο κι ήθελε να το εξαντλήσει ολάκερο. Η θάλασσα άρχισε να της θυμώνει κι η ταραχή της φάνηκε...

     Ο Πατέρας της, τη φώναξε δυνατά:
-"Έλα λοιπόν μικρή σκανταλιάρα. Δε μένει πολύς χρόνος ακόμα... έλα και θα σε μαλώσω..." και μαζί του ήρθε να προσθέσει κι η θάλασσα το μάλωμα:
-"'Αντε μικρή μου κι αύριο πάλι μέρα του Θεού είναι. Έρχεσαι ξανά να παίξουμε..." κι η μικρή είδε πια πως δεν είχεν άλλα περιθώρια κι έτρεξεν αμέσως κοντά στο Πατέρα της.

     Το ίδιο βράδυ, ανάψαμε τη σόμπα γιατί έκανε κρύο. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω της κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες... Μια ψιλή φωνούλα, μας διέκοψε και τρομάξαμε όλοι μας:
-"Εϊ ... τι όμορφα που 'ναι 'δω! Μα... καθόλου Φως..." Κοιτάξαμε παντού κι η φωνή ερχόταν από τη σόμπα. Ίσως κανένα ξεχασμένο κομματάκι της μικρής άτακτης Ηλιαχτίδας, είχε ξεμείνει πίσω κι έφεγγε μέσα από 'κει, περιμένοντας ανυπόμονα να ξημερώσει και να τρέξει στο Μπαμπά της...
     Εκείνη τη νύχτα του γερο-Χειμώνα, καληνυχτιστήκαμε ζεστά κι είδαμε όμορφα όνειρα, μέχρι το πρωΐ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου