Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Λαϊκό Παραμύθι



Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

ü      Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ü      Ο ποντικός κι ο βάτραχος
Μια φορά ένας ποντικός είπε σ’ ένα βάτραχο να κάμουνε φίλια. ‘Ο βάτραχος δέχτηκε, αλλά σκέφτηκε να γελάσει με τον ποντικό, και του ‘πε να δεθούνε κι οι δυο μ’ ένα βούρλο από τα ποδάρια. Δέχτηκε ο ποντικός και δεθήκανε. Περπατούσανε μαζί σα φίλοι, μα σε μια στιγμή, καθώς περνούσανε πάνω από μία λίμνη, ο βάτραχος πήδησε ξαφνικά στο νερό, για να συνεπάρει και τον ποντικό και να γελάσει με το πάθημα του. Ό ποντικός δεν ήξερε να κολυμπάει και πνίγηκε. Ετουμπάνιασε κι ανέβηκε στο νερό. Τον είδε από ψηλά ένα γεράκι που πέρναε, και βούτηξε να τον πάρει. Ό βάτραχος όμως, που ήταν δεμένος μαζί του, σηκώθηκε κι αυτός στον αέρα κι έγινε κι αυτός καλός μεζές στο γεράκι. Ποιος του ‘πε να σκεφτεί κακό για το σύντροφό του;
ü      Γαμπρός κεραμιδάς, γαμπρός περιβολάρης
Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς, έναν κεραμιδά κι έναν περιβολάρη. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. Εκεί που ρώταγε τον καθένα πως περνάει, ο περιβολάρης του έλεγε: «Αν δε βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος, γιατί θα ξεραθεί το περιβόλι μου». Ο άλλος έλεγε: «Αν βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος γιατί δεν θα ξεραθούν τα κεραμίδια μου». Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι κάνουν οι γαμπροί μας;» Και της απαντά: «Βρέξει δε βρέξει, κάποιον θα πάρει ο διάβολος από τους δύο».
ü      Το κρασί
Σαν ήκαμεν ο Θεός τον κόσμο, ηδιαλογηθήκενε να ρωτήξει την άλλη μέρα όλα τα πλάσματα πώς τόνε φαίνεται, κι αν έχει κανένα κουσούρι, να το σιάξει. Το ‘μαθεν ο Διάβολος και βρίσκει μονομιάς τον πετεινό και το γουρούνι και τα ρωτά: «Πώς σας φαίνεται ο κόσμος;». Λέει: «Καλός». «Ένα πράμα, καμένα, του λείβγεται: μια ρίζα χαμηλή, που κάνει πολλές απολλές ρώ’ες, κολλημένες σ’ ένα τσάμπουρο, γλυκές – σταφύλι τσι λένε. Πίνεται και ζουλιστό κι είν’ ακόμη πιο γλυκό. Μον’ αύριο, σα σας ρωτήξει ο Θεός, να του το πείτε». Την άλλη μέρα συγκαλεί ο Θεός όλα τα ζα και τα ρωτά για τον κόσμο. Όλα από μικρά ως με’άλα, λέει: «Καλός». Λέ': «Αμέ σεις, πετεινέ και γουρούνι, που κάθεστε χώρια, σαν από μια επαρχία, δεν μιλείτε, μόνου κάθεστε συλλοϊστά;». «Ίντα α σου πούμενε, δημιουργέ; Όλα καλά και άξια. Έναν ντεντρουλάκι μικρό λείβγεται, που κάνει στρόγγυλες ρώ’ες και τσι στύβουνε και γίνεται το κρασί.». Ο Θεός αμέσως είπενε: «Γενηθήτω άμπελος και κλήμα, όποιος δεν πιει καθόλου, να’ χει την κατάρα μου, όποιος παραπιεί, να κάνει του πετεινού τα μυαλά και του γουρουνιού τη μούρη».
ü      Γιατί ο γάιδαρος κατουρεί όπου βρει νερό
Οι γάιδαροι έκαμαν παράπονα στο Θεό, γιατί να είναι τόσο περιφρονημένοι από τους ανθρώπους και να μη τους δίνουν παρά μόνο κλήματα για φαγί. Τότες ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώσει πολλά καλά, και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κάτουρο τους κάνουν ποτάμι. Για τούτο, όπου ιδούν νερό τρεχούμενο, νομίζουν ότι είναι από τα άλλα γαϊδούρια, και κατουρούν για να αβγατίσει και να γίνει ποτάμι.
ü      Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού
Μια φορά συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού: «Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;» «Ξέρω», της λέει. «Εσύ;» «Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…» Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού. «Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα. «Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος. Έρχεται τ ‘αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε… Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας. «Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!». «Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!». «Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο. Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Λαϊκό Παραμύθι



Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.
Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ότι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά η Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.
Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

ü      Η νεράιδα και το μαντήλι της
Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».
Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.
Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.
ü      Ο ποντικός κι ο βάτραχος
Μια φορά ένας ποντικός είπε σ’ ένα βάτραχο να κάμουνε φίλια. ‘Ο βάτραχος δέχτηκε, αλλά σκέφτηκε να γελάσει με τον ποντικό, και του ‘πε να δεθούνε κι οι δυο μ’ ένα βούρλο από τα ποδάρια. Δέχτηκε ο ποντικός και δεθήκανε. Περπατούσανε μαζί σα φίλοι, μα σε μια στιγμή, καθώς περνούσανε πάνω από μία λίμνη, ο βάτραχος πήδησε ξαφνικά στο νερό, για να συνεπάρει και τον ποντικό και να γελάσει με το πάθημα του. Ό ποντικός δεν ήξερε να κολυμπάει και πνίγηκε. Ετουμπάνιασε κι ανέβηκε στο νερό. Τον είδε από ψηλά ένα γεράκι που πέρναε, και βούτηξε να τον πάρει. Ό βάτραχος όμως, που ήταν δεμένος μαζί του, σηκώθηκε κι αυτός στον αέρα κι έγινε κι αυτός καλός μεζές στο γεράκι. Ποιος του ‘πε να σκεφτεί κακό για το σύντροφό του;
ü      Γαμπρός κεραμιδάς, γαμπρός περιβολάρης
Μια φορά ένας είχε δύο γαμπρούς, έναν κεραμιδά κι έναν περιβολάρη. Μια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. Εκεί που ρώταγε τον καθένα πως περνάει, ο περιβολάρης του έλεγε: «Αν δε βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος, γιατί θα ξεραθεί το περιβόλι μου». Ο άλλος έλεγε: «Αν βρέξει, θα με πάρει ο διάβολος γιατί δεν θα ξεραθούν τα κεραμίδια μου». Όταν γύρισε στο σπίτι του, τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι κάνουν οι γαμπροί μας;» Και της απαντά: «Βρέξει δε βρέξει, κάποιον θα πάρει ο διάβολος από τους δύο».
ü      Το κρασί
Σαν ήκαμεν ο Θεός τον κόσμο, ηδιαλογηθήκενε να ρωτήξει την άλλη μέρα όλα τα πλάσματα πώς τόνε φαίνεται, κι αν έχει κανένα κουσούρι, να το σιάξει. Το ‘μαθεν ο Διάβολος και βρίσκει μονομιάς τον πετεινό και το γουρούνι και τα ρωτά: «Πώς σας φαίνεται ο κόσμος;». Λέει: «Καλός». «Ένα πράμα, καμένα, του λείβγεται: μια ρίζα χαμηλή, που κάνει πολλές απολλές ρώ’ες, κολλημένες σ’ ένα τσάμπουρο, γλυκές – σταφύλι τσι λένε. Πίνεται και ζουλιστό κι είν’ ακόμη πιο γλυκό. Μον’ αύριο, σα σας ρωτήξει ο Θεός, να του το πείτε». Την άλλη μέρα συγκαλεί ο Θεός όλα τα ζα και τα ρωτά για τον κόσμο. Όλα από μικρά ως με’άλα, λέει: «Καλός». Λέ': «Αμέ σεις, πετεινέ και γουρούνι, που κάθεστε χώρια, σαν από μια επαρχία, δεν μιλείτε, μόνου κάθεστε συλλοϊστά;». «Ίντα α σου πούμενε, δημιουργέ; Όλα καλά και άξια. Έναν ντεντρουλάκι μικρό λείβγεται, που κάνει στρόγγυλες ρώ’ες και τσι στύβουνε και γίνεται το κρασί.». Ο Θεός αμέσως είπενε: «Γενηθήτω άμπελος και κλήμα, όποιος δεν πιει καθόλου, να’ χει την κατάρα μου, όποιος παραπιεί, να κάνει του πετεινού τα μυαλά και του γουρουνιού τη μούρη».
ü      Γιατί ο γάιδαρος κατουρεί όπου βρει νερό
Οι γάιδαροι έκαμαν παράπονα στο Θεό, γιατί να είναι τόσο περιφρονημένοι από τους ανθρώπους και να μη τους δίνουν παρά μόνο κλήματα για φαγί. Τότες ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώσει πολλά καλά, και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κάτουρο τους κάνουν ποτάμι. Για τούτο, όπου ιδούν νερό τρεχούμενο, νομίζουν ότι είναι από τα άλλα γαϊδούρια, και κατουρούν για να αβγατίσει και να γίνει ποτάμι.
ü      Ο σκαντζόχοιρος κι η αλεπού
Μια φορά συνεννοηθήκανε ο σκατζόχερας με την αλεπού: «Ξέρεις κανένα ψέμα», του λέει, «να πάμε να κλέψουμε σταφύλια;» «Ξέρω», της λέει. «Εσύ;» «Ου, ξέρω κι εγώ πολλά!…» Πάνε να κλέψουνε, πιάνεται στο δόκανο η αλεπού. «Τι ψέμα, θα μου πεις, να γλιτώσω;» ρωτάει το σκατζόχερα. «Να κάμεις τη ψόφια», της λέει εκείνος. Έρχεται τ ‘αφεντικό, βλέπει ψόφια την αλεπού, τη βγάνει από το δόκανο και την πετάει. Αμολιέται εκείνη, γλίτωσε… Ξαναπάνε, έπειτα από μέρες, για σταφύλια. Τώρα πιάστηκε στο δόκανο ο σκατζόχερας. «Έλα», λέει της αλεπούς, «να μου πεις ένα ψέμα να σωθώ!». «Τώρα», του λέει αυτή, «τα ξέχασα όλα!». «Καλά», της λέει ο σκατζόχερας, «έλα τουλάχιστο πριν πεθάνω, να σου πω ένα μυστικό στ’ αυτί». Πάει εκείνη κοντά την δαγκώνει δυνατά στ’ αυτί της ο σκατζόχερας, που να φύγει!.. Όσο που ήρθε τ’ αφεντικό, άρπαξε την αλεπού και τη λιάνισε στο ξύλο. Το σκατζόχερα τον άφησε και γλίτωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου